- μαστιγώσιμος
- μαστῑγ-ώσῐμος, ον,A that deserves whipping, Luc.Herod.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστιγώσιμος — μαστιγώσιμος, ον (Α) [μαστιγώνω] αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί … Dictionary of Greek
μαστιγώσιμος — μαστῑγώσιμος , μαστιγώσιμος that deserves whipping masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)